- κηλιδώ
- κηλιδῶ, -όω (Α)βλ. κηλιδώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακηλίδωτος — η, ο (Α ἀκηλίδωτος, ον) [κηλιδῶ ( ώνω)] 1. ο δίχως κηλίδες, καθαρός 2. άσπιλος, αγνός … Dictionary of Greek
καλιδώ — καλιδῶ, όω (Α) (δωρ. τ.) βλ. κηλιδώ … Dictionary of Greek
κηλίδωμα — το (Α κηλίδωμα) [κηλιδώ] ρύπανση, λέκιασμα, λέρωμα, κηλίδα … Dictionary of Greek
κηλίδωση — η (Μ κηλίδωσις) [κηλιδώ] λέρωμα, ρύπανση νεοελλ. μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση τής υπόληψής του») … Dictionary of Greek
κηλιδώνω — (Α κηλιδῶ, όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [κηλίς] 1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῡ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.) 2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας… … Dictionary of Greek